ντουλάπι

ντουλάπι
και ντολάπι, το
ξύλινο ή και μεταλλικό έπιπλο στερεωμένο συνήθως σε τοίχο, μέσα στο οποίο τοποθετούνται τρόφιμα, οικιακά και άλλα σκεύη, ερμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dolap].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ντουλάπι — το (λ. τουρκ.), έπιπλο για ρούχα, σκεύη, φαγητά, αλλ. ερμάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμάρι — το (Μ ἀρμάριον και ριν) 1. οπλοθήκη 2. ξύλινη κινητή θήκη, συρτάρι 3. ντουλάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. αρμάρι < μσν. αρμάριν < μσν. αρμάριον < λατ. armarium «οπλοθήκη, κιβωτός» (πρβλ. γαλλ. armoire < λατ. armarium, βλ. και λ. ερμάρι)] …   Dictionary of Greek

  • αρχειοθήκη — η ντουλάπι στο οποίο φυλάσσονται τα έγγραφα κάποιου αρχείου …   Dictionary of Greek

  • γιούκος — και γοίκος, ο και γιούκι, το 1. στοίβα από στρώματα, κλινοσκεπάσματα, χράμια, κουβέρτες, παπλώματα κ.λπ. 2. στοίβα από είδη προικός 3. το βαθύ ανοιχτό ντουλάπι τού τοίχου για την τοποθέτηση τού γιούκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oyuk] …   Dictionary of Greek

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ντουλάπα — και ντολάπα, η 1. ειδικό έπιπλο, συνήθως ξύλινο, με σχήμα ορθογώνιο, που χρησιμεύει για να φυλάγονται ρούχα, ιματιοθήκη 2. μτφ. πολύ χοντρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντουλάπι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] …   Dictionary of Greek

  • ντουλαπάκι — και ντολαπάκι, το μικρό ντουλάπι …   Dictionary of Greek

  • ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”